- γκλίτσα
- και γλίτσα και κλίτσα, ηποιμενικό ραβδί με γυριστή, κυρτή λαβή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκλίτσα* με αποβολή τού α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(α)γκλίτσα — η (λ. σλαβ.), το μακρύ ραβδί των τσοπάνηδων, κυρτό στο πάνω μέρος. γκλίτσα η (λ. σλαβ.), ραβδί που χρησιμοποιούν οι βοσκοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκλίτσα ή γκλίτσα — Ραβδί των βοσκών, ραβδί του τσοπάνη. Αποτελείται από το σώμα και την κεφαλή. Η κεφαλή σχηματίζει στην κορυφή της α. ένα στρίψιμο –μια αγκύλη– με την οποία ο τσοπάνος πιάνει το πρόβατο ή το γίδι από το πισινό πόδι. Κατά τους γλωσσολόγους, η τέλεια … Dictionary of Greek
αγκλίτσα — και γκλίτσα, η το μακρύ ξύλινο ραβδί τών τσοπάνηδων, κυρτό στο πάνω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκυλίτσα, υποκορ. τού επιθ. αγκύλη] … Dictionary of Greek
αδρύ — το 1. ξύλινη ή σιδερένια σφήνα που συνδέει το τιμόνι του αρότρου με τον ζυγό 2. ποιμενική ράβδος, γκλίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄδρυον, που απαντά κυρίως στον πληθ. τὰ ἄδρυα] … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
καλαύροψ — καλαῡροψ και εσφ. γρφ. καλάβροψ, ἡ (Α) μακριά ποιμενική ράβδος με κυρτωμένη λαβή στο ένα άκρο, όπως η σημερινἡ (α)γκλίτσα, και χρησίμευε στο να επαναφέρει ο βοσκός στο κοπάδι τα βοσκήματα που είχαν απομακρυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιολ. καλα Fροψ, τού … Dictionary of Greek
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… … Dictionary of Greek
ποιμενικός — ή, ό / ποιμενικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμήν, μένος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο βουκολικός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ποιμενικό α) η βουκολική ποίηση β) μουσ. σύνθεση με την οποία επιζητείται η μίμηση τής μουσικής τών… … Dictionary of Greek
ρόπαλο — το / ρόπαλον, ΝΜΑ ξύλινο χοντρό ραβδί, λεπτότερο στο ένα άκρο, στη λαβή, και πολύ παχύτερο και στρογγυλεμένο στο άλλο άκρο («το ρόπαλο τού Ηρακλέους») αρχ. 1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως επιθετικό όπλο, ως ραβδί για να ξυλοκοπούν τον… … Dictionary of Greek